- θασθε
- θᾶσθεArph. 2 л. pl. imper. к θάομαι См. θαομαι II
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θᾶσθε — θάομαι pres imperat mp 2nd pl (doric) θάομαι pres subj mp 2nd pl (doric) θάομαι pres ind mp 2nd pl (epic doric) θάομαι imperf ind mp 2nd pl (doric) θάζω seated fut ind mid 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάομαι — (Α) 1. εκπλήσσομαι, απορώ 2. ατενίζω, βλέπω με προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Άχρηστος ενεστ. με τον οποίο ερμηνεύονται ορισμένοι δωρ. τ. τού θαέομαι* (πρβλ. θάμεθα, θάσθε, προστ. θάεο κ.λπ.), στους οποίους το θα < θᾱε(ο) και θᾱη με συναίρεση] … Dictionary of Greek